- ποικίλος
- -η, -ο / ποικίλος, -η, -ον, ΝΜΑαυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα ποικίλον καὶ ασθενέστερον, ὁ δὲ σμύρος ὁμόχρους», Αριστοτ.)3. (ιδίως για υφάσματα) αυτός που φέρει πολλά διακοσμητικά στοιχεία, ποικίλματα, πλούσια διακοσμημένος, πλουμιστός («ἱμάτιον ποικίλον πᾱσιν ἄνθεσιν πεποικιλμένον», Πλάτ.)4. φρ. «Ποικίλη Στοά» — ένα από τα πιο φημισμένα οικοδομήματα τής αρχαίας αθηναϊκής Αγοράς, η πρώτη από τις μεγάλες στοές που οικοδομήθηκαν στην Αγορά, γύρω στο 460 π.Χ., που ονομάστηκε έτσι χάρη στην πλούσια ζωγραφική της διακόσμηση από μεγάλους ζωγράφους τής εποχής, όπως τού Πολυγνώτου, τού Μίκωνος, ίσως και τού Παναίνου, αδελφού τού Φειδία, και η οποία ονομαζόταν και Πεισιανάκτειος, από το ὁνομα τού Πεισιάνακτος, ενός πλούσιου Αθηναίου που τήν είχε ιδρύσεινεοελλ.φρ. «ποικίλη καλλιέργεια»(γεωπ.) καλλιεργητική πρακτική κατά την οποία στο ίδιο αγρόκτημα καλλιεργούνται συγχρόνως περισσότερα από ένα φυτικά είδη, σε αντιδιαστολή προς την τακτική τής μονοκαλλιέργειας, κατά την οποία καλλιεργείται ένα μόνο είδοςαρχ.1. αυτός που έχει κάνει δερματοστιξία («ποικίλους δὲ τὰ νῶτα καὶ τὰ ἔμπροσθεν πάντα ἐστιγμένους ἀνθέμια», Ξεν.)2. (για μεταλλικές κατασκευές) ο έντεχνα κατεργασμένος, επεξεργασμένος («ἀμφὶ δὲ πᾱσιν τεύχεα ποικίλ' ἔλαμπε», Ομ. Ιλ.)3. περίπλοκος («ἐπὶ δεσμὸν ἴηλεν ποικίλον», Ομ. Οδ.)4. (για φάρμακα) πολυσύνθετος5. (κυρίως για τον λαβύρινθο) πολύπλοκος («οἱ εἱλιγμοὶ διὰ τῶν αὐλέων ἐόντες ποικιλώτατοι», Ηρόδ.)6. (κυρίως για χρησμό) δυσνόητος, ασαφής, ακατάληπτος7. ευμετάβλητος, ασταθής («ὁ εὐδαίμων οὐ ποικίλος καὶ εὐμετάβολος», Αριστοτ.)8. αμφίβολος («ποικίλος ἔχων ἐλπίδας ὑπὲρ τοῡ μέλλοντος», Πολ.)9. (για μουσικό ή για λογοτεχνικό είδος) αυτός που έχει συντεθεί έντεχνα («ἀνδράσιν αἰχματαῑσι πλέκων ποικίλον ὕμνον», Πίνδ.)10. μτφ. (κυρίως για τον Προμηθέα, τον Οδυσσέα και τις Σειρήνες) εύστροφος, πανούργος, πολυμήχανος11. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) τὸ ποικίλον και τὰ ποικίλαα) χαρακτηρισμός τών κυπριακών, καρχηδονιακών και σικελικών υφασμάτωνβ) ενδύματα διακοσμημένα με χρώματα ή με κεντήματαγ) πολύχρωμα, πολυτελή στρώματα, τάπητες κ.ά. υφαντά είδη.επίρρ...ποικίλως ΝΜΑμε πολλούς, εναλλακτικούς, διαφορετικούς τρόπους, ποικιλοτρόπωςαρχ.1. με ποικιλία χρωμάτων ή κεντημάτων2. με διφορούμενο ή ασαφή τρόπο3. με πανούργο τρόπο, δολίως4. φρ. «ποικίλως έχω»(για πράγμα) είμαι διαφορετικός.[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. ποικ-ίλος (πρβλ. ναυτ-ίλος, οργ-ίλος) ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα *poik- τής ΙΕ ρίζας *peik- με σημ. «σημειώνω, χαράζω, χρωματίζω, μαρκάρω» αλλά και «κεντώ, τρυπώ, κατατρώγω, ερεθίζω» (βλ. λ. πικ-ρός) και συνδέεται με τα: αρχ. ινδ. pimšati «διασκευάζω, στολίζω», λιθουαν. piĕšti «ζωγραφίζω, σημειώνω», αρχ. σλαβ. pisati «γράφω». Το επίθ. ποικ-ίλος έχει παραχθεί από ένα αμάρτυρο στην Ελληνική τ. *ποῖκος (πρβλ. αρχ. ινδ. peśa- «στολίδι, κόσμημα», αβεστ. paēsa-, λιθουαν. paĭšas, αρχ. άνω γερμ. fēh). Στην ίδια ρίζα εκτός από το επίθ. πικρός* ανάγεται και ο τ. πίγγαλος* «είδος σαύρας» με ηχηρό ουρανικό σύμφωνο (πρβλ. λατ. pingo «ζωγραφίζω»). Στη Μυκηναϊκή, τέλος, μαρτυρείται από τη μια το ανθρωπωνύμιο pokiroqo = Ποικίλοψ ή Ποικίλοπος και από την άλλη το επίθ. pokironuka = ποικιλόνυχα.ΠΑΡ. ποικιλία, ποικίλλω, ποικιλότης (-ητα)αρχ.ποικιλεύομαι, ποικιλεύς, ποικιλίας, ποικιλίςμσν.ποικιλάτος.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ποικιλανθής, ποικιλόγραμμος, ποικιλογράφος, ποικιλόμορφος, ποικιλόπτερος, ποικιλόστικτος, ποικιλότροπος, ποικιλόφωνος, ποικιλόχρωμοςαρχ.ποικιλάνιος, ποικιλοερυθρόμελας, ποικιλόβαπτος, ποικιλόβουλος, ποικιλογενής, ποικιλόγηρυς, ποικιλόδειρος, ποικιλοδέρμων, ποικιλοδίνης, ποικιλόδιφρος, ποικιλοειδής, ποικιλόθριξ, ποικιλόθρονος, ποικιλόθρους, ποικιλόκαυλος, ποικιλομήτυς, ποικιλόμητις, ποικιλομήχανος, ποικιλόμουσος, ποικιλόμυθος, ποικιλόνους, ποικιλόνωτος, ποικιλοπράγμων, ποικιλόπρυμνος, ποικιλόπωλος, ποικιλόρραχος, ποικιλόστερνος, ποικιλόστολος, ποικιλοτερπής, ποικιλότευκτος, ποικιλοτέχνης, ποικιλότραυλος, ποικιλουργός, ποικιλοφόρμιγξ, ποικιλόφρων, ποικιλόφυλος, ποικιλόχειρος, ποικιλόχρως, ποικιλωδόςαρχ.-μσν.ποικιλείμων, ποικιλόβοτρυς, ποικιλόδακρυς, ποικιλόδωρος, ποικιλόχρουςμσν.ποικιλοανθισμένος, ποικιλόδερμος, ποικιλοεργός, ποικιλοσύνθετος, ποικιλοφαγώ, ποικιλύφαντοςνεοελλ.ποικιλανδρία, ποικιλοβαφής, ποικιλογυνία, ποικιλοδερμία, ποικιλόθερμος, ποικιλόργανο, ποικιλόσχημος, ποικιλόχροια, ποικιλόυδρος, ποικιλοχλώρωση, ποικιλόχρωση, ποικιλωδία. (Β' συνθετικό) πολυποίκιλοςαρχ.ανθηροποίκιλος, αποίκιλος, γραμμοποίκιλος, διαποίκιλος, ερυθροποίκιλος, ευποίκιλος, λευκοποίκιλος, νεοποίκιλος, παμποίκιλος, περιποίκιλος, πτεροποίκιλος, πτερυγοποίκιλος, πυρροποίκιλος, σιδηροποίκιλος, υποποίκιλος, χρυσοποίκιλος].
Dictionary of Greek. 2013.